Εμβόλια – Πρόγραμμα εμβολιασμού και ασθένειες

Οι λοιμώξεις είναι νοσήματα που από αιώνες απασχολούν τον άνθρωπο, ο οποίος βρίσκεται συνεχώς εκτεθειμένος σε μικρόβια. Τα μέσα με τα οποία μπορεί να προφυλαχθεί ο άνθρωπος από τις λοιμώξεις είναι λίγα. Κύριο γενικό μέτρο πρόληψης είναι τα καθαρά χέρια.

Τα εμβόλια αποτέλεσαν επανάσταση στον τομέα της πρόληψης που μαζί με την παροχή καθαρού νερού και τη βελτίωση συνθηκών διαβίωσης και διατροφής συνέβαλαν στη μείωση των λοιμώξεων παγκοσμίως. Εκτός από την επίπτωση στη νοσηρότητα και τη θνητότητα οι εμβολιασμοί συμβάλλουν και στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, διότι οδηγούν σε μικρότερη ανάγκη για ακριβές θεραπείες, σε λιγότερες αναπηρίες, σε μικρότερη απώλεια παραγωγικότητας.

 

Η πιστή εφαρμογή του εκάστοτε εθνικού προγράμματος εμβολιασμών από όλους είναι μέγιστης σημασίας για τον έλεγχο των λοιμώξεων.

 

Στο ιατρείο λαμβάνεται μέριμνα για όσο δυνατό λιγότερο δυσάρεστη διαδικασία  εμβολιασμού.

Επεξηγήσεις εκ μέρους του Εθνικού Προγράμματος:

Ηπατίτιδα Β΄

1: HepB = Ανασυνδυασμένο εμβόλιο κατά της ηπατίτιδας Β.

 

1α: Η 1η δόση του HepBχορηγείται αμέσως μετά τη γέννηση μόνο όταν η μητέρα είναι φορέας του επιφανειακού αντιγόνου (HBsAg), ή όταν είναι άγνωστο αν η μητέρα είναι φορέας ή όχι. Στην περίπτωση αυτή αναγκαστικά η 1η δόση του HepB χορηγείται ως μονοδύναμο εμβόλιο.

 

1β: Στην περίπτωση που η 1η δόση του εμβολίου χορηγείται αμέσως μετά τη γέννηση, τότε η 2η δόση γίνεται σε ηλικία 1-2 μηνών και η 3η όχι πριν την ηλικία των 6 μηνών. Το ελάχιστο μεσοδιάστημα μεταξύ 1ης και 2ης είναι 4 εβδομάδες  και μεταξύ της 1ης και 3ης τουλάχιστον 4 μήνες.

Παράλληλα με την 1η δόση του εμβολίου, χορηγούνται 0,5ml υπεράνοσης γ-φαιρίνης για την ηπατίτιδα Β σε όλα τα νεογνά μητέρων φορέων του επιφανειακού αντιγόνου μέσα στις πρώτες 12 ώρες μετά τη γέννηση. Όλα τα παιδιά που γεννήθηκαν από μητέρες φορείς πρέπει να ελέγχονται για το επιφανειακό αντιγόνο (HBsAg) και αντισώματα (αντι-HBs) μετά την συμπλήρωση και των 3 δόσεων της ηπατίτιδας Β, στην ηλικία 9 έως 18 μηνών.

1γ: Όταν η μητέρα είναι αρνητική για επιφανειακό αντιγόνο, ο βασικός εμβολιασμός περιλαμβάνει 3 δόσεις (δύο αρχικές με μεσοδιάστημα 6-8 εβδομάδων και μία τρίτη σε ηλικία 6-18 μηνών με ελάχιστο μεσοδιάστημα από τη 2η δόση 8-16 εβδομάδες και όχι νωρίτερα από την ηλικία των 6 μηνών).

Διφθερίτιδα/Τέτανος / Κοκκύτης

2: DTaP = Εμβόλιο κατά της διφθερίτιδας, τετάνου, κοκκύτη που περιέχει τα τοξοειδή (ή ατοξίνες) του κορυνοβακτηριδίου της διφθερίτιδας και του κλωστηριδίου του τετάνου και μόνο αντιγόνα της Β. pertussis (όχι ολόκληρο τον μικροοργανισμό νεκρό, όπως τα παλαιότερα «ολοκυτταρικά» εμβόλια). Γι’ αυτό και καλείται «ακυτταρικό» κατά του κοκκύτη (acellularpertussis ή αP) εμβόλιο.

 

2α: TdaP = Εμβόλιο κατά της διφθερίτιδας, τετάνου, κοκκύτη, με μικρότερη δόση διφθεριτικής ατοξίνης. Στη χώρα μας περιέχει και IPV και δύναται να χορηγηθεί μέχρι την ηλικία των 18 ετών. Το TdaP συνιστάται να γίνεται για επαναληπτική δόση στην ηλικία των 11-12 ετών ή και αργότερα (μέχρι την ηλικία των 64 ετών) κατά προτίμηση όταν στην οικογένεια αποκτάται νεογέννητο. Συνιστάται να απέχει 5 χρόνια από το DTaP ή το Τd για λιγότερες τοπικές αντιδράσεις, μπορεί όμως να χορηγηθεί με ελάχιστο μεσοδιάστημα και δύο ετών. Εάν δεν κυκλοφορεί το TdaP μόνο του (χωρίς IPV), χορηγείται το Td ενηλίκων. Οι υπόλοιπες δόσεις θα είναι κάθε 10 χρόνια με Td ενηλίκων.

 

2β: Td = Εμβόλιο κατά του τετάνου και της διφθερίτιδας με μικρότερη δόση διφθεριτικής ατοξίνης. Συνιστάται να γίνεται κάθε 10 χρόνια μετά τη χορήγηση του Tdap στην εφηβική ηλικία. Το εμβόλιο του τετάνου μπορεί να γίνεται δια βίου με ασφάλεια.

Πολυομυελίτιδα/ Μηνιγγιτιδόκοκκος/ Πνευμονιόκοκκος

3: IPV = Ενέσιμο ενισχυμένο εμβόλιο κατά της πολιομυελίτιδας.

 

4: Hib= Συζευγμένο εμβόλιο κατά του αιμόφιλου τύπου β. Εάν η πρωτεΐνη σύζευξης είναι η PRP – OMP (πρωτεϊνικό σύμπλεγμα της εξωτερικής μεμβράνης του μηνιγγιτιδόκοκκου), τότε η 3η (6ος μήνας) από τις 3 αρχικές δόσεις μπορεί να παραληφθεί και το σχήμα να είναι (2ος, 4ος και 12ος-15ος μήνας).

 

5: MCC = Συζευγμένο, πολυσακχαριδικό εμβόλιο κατά του μηνιγγιτιδόκοκκουοροομάδας C. Συνιστάται η έναρξη εμβολιασμού σε ηλικία 2 μηνών και ακολουθείται σχήμα 3 δόσεων – οι 2 πρώτες δόσεις με μεσοδιάστημα 2 μηνών και επαναληπτική δόση σε ηλικία 15-18 μηνών. Σε περίπτωση έναρξης εμβολιασμού σε ηλικία >12 μηνών, ακολουθείται σχήμα 1 δόσης.

 

6: PCV = Νεκρό, συζευγμένο, πολυσακχαριδικό, επταδύναμο εμβόλιο κατά του στρεπτόκοκκου της πνευμονίας (πνευμονιόκοκκου). Συνιστάται σε όλα τα παιδιά ηλικίας 2-23 μηνών. Η τελευταία δόση (4η) γίνεται σε ηλικία ³ 12 μηνών. Το εμβόλιο μπορεί να γίνει και σε μεγαλύτερη ηλικία και ιδιαίτερα σε άτομα που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου. Στην τελευταία περίπτωση, οι επαναληπτικές δόσεις μπορεί να γίνονται και με το 23δύναμο πολυσακχαριδικό μη συζευγμένο εμβόλιο (PPV).

 

6α: PPV = Μη συζευγμένο, πολυσακχαριδικό εμβόλιο (23δύναμο) κατά του στρεπτόκοκκου της πνευμονίας (πνευμονιόκοκκου). Συνιστάται για επαναληπτικές δόσεις σε παιδιά που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου για σοβαρή πνευμονιοκοκκική λοίμωξη, εκτός από υγιή βρέφη και παιδιά ηλικίας 2-23 μηνών.
Ενόψει της κυκλοφορίας νέου δεκαδύναμου συζευγμένου εμβολίου κατά του πνευμονιόκοκκου και σε αναμονή κυκλοφορίας και νέων εμβολίων με πλέον των 10 οροτύπων, στους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς συμπεριλαμβάνονται όλα τα συζευγμένα εμβόλια κατά του στρεπτόκοκκου της πνευμονίας, ανεξαρτήτως αριθμού οροτύπων.
Για κάθε εμβόλιο του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών, οι δόσεις που απαιτούνται για το βασικό εμβολιασμό πρέπει να γίνονται με προϊόν της ίδιας φαρμακευτικής εταιρείας, για λόγους ασφαλείας και αποτελεσματικότητας. Ο επαναληπτικός εμβολιασμός μπορεί να γίνει και με προϊόν διαφορετικής φαρμακευτικής εταιρείας απ’ αυτήν που χρησιμοποιήθηκε στο βασικό εμβολιασμό.

Ιλαρά/ Παρωτίδιδα / Ερυθρά

7: MMR = Ζων εξασθενημένο εμβόλιο κατά της ιλαράς, παρωτίτιδας, ερυθράς. Χορηγείται στην ηλικία των 12-15 μηνών. Συνιστάται 2η δόση του εμβολίου στην ηλικία των 4-6 ετών αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη ηλικία αρκεί να απέχει 2 μήνες από την 1η δόση. Ο παιδίατρος πρέπει να ελέγχει αν έγινε η 2η δόση και αν όχι, χορηγείται η 2η δόση σε οποιαδήποτε ηλικία.

Ανεμευλογιά

8: Var = Zων εξασθενημένο εμβόλιο κατά της ανεμευλογιάς. Χορηγείται σε όλα τα παιδιά στην ηλικία των 12-18 μηνών (κατά προτίμηση μετά το 15ο μήνα), αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη ηλικία εφόσον το άτομο δεν έχει νοσήσει. Συνιστάται 2η δόση του εμβολίου στην ηλικία των 4-6 ετών αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη ηλικία αρκεί να απέχει 2 μήνες από την 1η δόση. Ο παιδίατρος πρέπει να ελέγχει αν έγινε η 2η δόση και αν όχι, χορηγείται η 2η δόση σε οποιαδήποτε ηλικία.

Ανθρωπίνων θηλωμάτων

9: HPV = Ανασυνδυασμένο εμβόλιο κατά του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων. Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής επιστημονικά δεδομένα, μπορεί να χορηγηθεί από την ηλικία των 9-26 ετών. Στη χώρα μας συνιστάται μόνο σε κορίτσια ηλικίας 12-15 ετών αλλά και σε κορίτσια ηλικίας 15-26 ετών, εάν δεν έχουν εμβολιαστεί στη συνιστώμενη ηλικία (χωρίς να διασφαλίζεται η προφύλαξή τους, εάν ήδη έχουν μολυνθεί από τύπο του ιού που περιέχεται στο εμβόλιο, ιδιαίτερα αν έχουν αλλάξει 3-4 σεξουαλικούς συντρόφους).
Στη χώρα μας κυκλοφορούν δύο εμβόλια. Το ένα είναι διδύναμο και το άλλο τετραδύναμο. Και τα δύο εμβόλια περιέχουν τα ογκογόνα στελέχη 16 και 18. Το τετραδύναμο περιέχει επιπλέον δύο ακόμα τύπους ιών (6 και 11) που ασκούν προστατευτική δράση κατά των θηλωμάτων (κονδυλωμάτων). Το δοσολογικό σχήμα και για τα δύο εμβόλια περιλαμβάνει 3 δόσεις. Για το διδύναμο οι δόσεις είναι 0-1-6 μήνες, ενώ για το τετραδύναμο είναι 0-2-6 μήνες. Σε περίπτωση που δεν τηρηθεί το ακριβές χρονοδιάγραμμα, ο γιατρός μπορεί να συνεχίσει τον εμβολιασμό, χωρίς να χάνονται οι προηγούμενες δόσεις. Τέλος, η συγχορήγηση του εμβολίου με άλλα εμβόλια έχει αποδειχθεί μέχρι στιγμής ασφαλής μόνο όσον αφορά το εμβόλιο της Ηπατίτιδας Β.

Ηπατίτιδα Α΄

10: HepA = Αδρανοποιημένο ολοκυτταρικό εμβόλιο κατά της ηπατίτιδας Α. Χορηγείται σε οποιαδήποτε ηλικία άνω του ενός (1) έτους σε 2 δόσεις, με ελάχιστο μεσοδιάστημα 6 μηνών, καθώς και σε όλες τις ομάδες αυξημένου κινδύνου για ηπατίτιδα Α.

Φυματίωση

11: BCG = Ζων εξασθενημένο εμβόλιο κατά της φυματίωσης. Σύμφωνα με τις πρόσφατες οδηγίες της Διεθνούς Ένωσης κατά της φυματίωσης και της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, η χώρα μας δεν πληροί τις προϋποθέσεις για τη διακοπή του αντιφυματικού εμβολιασμού, ο οποίος εξακολουθεί να γίνεται στην ηλικία των 6 ετών. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί κυρίως στον εμβολιασμό των παιδιών που ανήκουν στις ομάδες αυξημένου κινδύνου. Παράλληλα συνιστάται μαζικός προληπτικός έλεγχος με δερμοαντίδρασηMantoux στις ηλικίες 1, 4-6 ετών (πριν τον εμβολιασμό με BCG, 11α) και στα ανεμβολίαστα παιδιά, στην ηλικία 11-12 ετών (όταν γίνεται η εκτίμηση της εμβολιαστικής τους κάλυψης, 11β).

Γρίπη

12: INFL = Αδρανοποιημένο ολοκυτταρικό ή  τμηματικό εμβόλιο κατά της γρίπης που συνιστάται να γίνεται ετησίως, σε 1 δόση και σε ηλικία πάνω από 6 μήνες. Ενδείκνυται  στα παιδιά που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου να νοσήσουν σοβαρά από γρίπη. Παιδιά κάτω των 8 ετών που θα εμβολιασθούν για πρώτη φορά θα πάρουν 2 δόσεις εμβολίου (0,25ml < 3 ετών και 0,5ml > 3 ετών) με ελάχιστο μεσοδιάστημα 4 εβδομάδων.
Σε περίπτωση αλλαγής των επιδημιολογικών συνθηκών (π.χ. επιδημία, πανδημία), .,μ,.μοι συστάσεις αλλάζουν.

 

ΥΓ: Στις υποσημειώσεις για το εμβόλιο έναντι του ιού ανθρώπινων θηλωμάτων να γράψουμε ότι η Ελληνική Παιδιατρική Εταιρεία συστήνει να  γίνεται σε αγόρια και κορίτσια στην ηλικία των 11 χρόνων σε 2 δόσεις.

Πρόσθετες πληροφορίες για το εμβόλιο της γρίπης από την ιατρό:

Ομάδες υψηλού κινδύνου για γρίπη και επιπλοκές, είναι παιδιά με:

Άσθμα ή άλλες χρόνιες πνευμονοπάθειες

Καρδιακή νόσο με σοβαρές αιμοδυναμικές διαταραχές

Ανοσοκαταστολή (κληρονομική ή επίκτητη εξαιτίας νοσήματος ή θεραπείας).

Παιδιά που παίρνουν ασπιρίνη μακροχρόνια (π.χ. νόσος Kawasaki, ρευματοειδής αρθρίτιδα και άλλα) για τον πιθανό ο κίνδυνο εμφάνισης συνδρόμου Reye μετά από γρίπη

Μεταμόσχευση οργάνων

Δρεπανοκυτταρική νόσο (και άλλες αιμοσφαιρινοπάθειες)

Σακχαρώδη διαβήτη ή άλλο χρόνιο μεταβολικό νόσημα

Χρόνια νεφροπάθεια

Νευρολογικά-Νευρομυϊκά νοσήματα

Παχυσαρκία (Δείκτης μάζας Σώματος )

Ακόμη:

Άτομα που βρίσκονται σε στενή επαφή με παιδιά μικρότερα των 6 μηνών ή φροντίζουν άτομα με υποκείμενο νόσημα, τα οποία διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών από τη γρίπη.

Εγκύους ανεξαρτήτου ηλικίας κύησης, λεχωίδες και θηλάζουσες

Παιδιά <5 χρ και ειδικά <2 χρ

Αντενδείξεις στον εμβολιασμό

Ο εμβολιασμός αντενδείκνυται σε:

Βρέφη μικρότερα των 6 μηνών

Σε παιδιά που στο παρελθόν είχαν εμφανίσει σοβαρή αλλεργική αντίδραση στον εμβολιασμό.

Σε παιδιά με νόσο Guillain-Bare εντός 6 εβδομάδων από προηγούμενο εμβολιασμό.

Στα παιδιά με πυρετό καλύτερα να αναβάλλεται ο εμβολιασμός έως ότου να είσαι απύρετα. Ο βήχας ή άλλο ήπιο νόσημα δεν αποτελεί αντένδειξη για εμβολιασμό.

Στα παιδιά με αλλεργία στο αυγό, το εμβόλιο της γρίπης μπορεί να γίνει άφοβα εφόσον η αλλεργία είναι ήπια. Άτομα με πιο σοβαρή αντίδραση στο αυγό ή στο εμβόλιο λαμβάνουν το εμβόλιο υπό ιατρική παρακολούθηση και με ετοιμότητα παρέμβασης.

Η μέση αποτελεσματικότητα του εμβολίου της γρίπης κυμαίνεται μεταξύ 55-60% στην πρόληψη της γρίπης αλλά μειώνει τον κίνδυνο των επιπλοκών και τη θνητότητα από τη νόσο. Συστήνεται να γίνεται κάθε χρόνο στις ομάδες υψηλού κινδύνου καθώς κάθε χρόνο προκύπτουν νέα στελέχη του ιού, λόγω μεταλλάξεων. Αν και το εμβόλιο της γρίπης  μπορεί να γίνει σε όλα τα άτομα άνω των 6 μηνών χωρίς ανώτερο όριο ηλικίας, που θέλουν να προφυλαχθούν  από τη γρίπη και δεν έχουν αντενδείξεις, δεν συστήνεται ο καθολικός εμβολιασμός. Επίσης,  το εμβόλιο της γρίπης δεν προστατεύει από άλλους ιούς του αναπνευστικού που έχουν συμπτώματα ανάλογα με αυτά της γρίπης. Δε θα πρέπει αν παραλείπουμε τα μέτρα προσωπικής υγιεινής για τον περιορισμό της μετάδοσης. Τα προστατευτικά αντισώματα μετά τον εμβολιασμό χρειάζονται περίπου δύο εβδομάδες για να σχηματιστούν σε ικανοποιητικό βαθμό, γι΄ αυτό το εμβόλιο πρέπει  να χορηγείται Οκτώβριο- Νοέμβριο κάθε χρόνο. Εάν για κάποιο λόγο καθυστέρησε ο εμβολιασμός, μπορεί να χορηγηθεί σε όλη τη διάρκεια της περιόδου της γρίπης , διότι η μεγαλύτερη νοσηρότητα από τη γρίπη παρατηρείται από τον Δεκέμβριο έως τον Μάρτιο.

Παιδίατρος Κατσάρα Μετάβαση στο περιεχόμενο